- ὑποσκίασις
- ὑποσκῐ-ᾰσις, εως, ἡ,A overshadowing, Hp.Ep.12 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποσκιάσεσι — ὑποσκίασις overshadowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίασιν — ὑποσκίασις overshadowing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσκίαση — η / ὑποσκίασις, άσεως, ΝΑ [ὑποσκιάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσκιάζω αρχ. ο γύρω από την σκιά χώρος, ο οποίος φωτίζεται από μέρος μόνον τών ακτίνων φωτεινής πηγής … Dictionary of Greek